τσαλαπάτημα

τσαλαπάτημα
το, -ατος
1. καταπάτημα, ποδοπάτημα, κλοτσοπάτημα.
2. μτφ., μεγάλη προσβολή, εξευτελισμός: Τσαλαπάτημα της προσωπικότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοπάτημα — το [κλοτσοπατώ] 1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα 2. μτφ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ποδοκλότσημα — το, Ν [ποδοκλοτσώ] χτύπημα με τα πόδια και τσαλαπάτημα …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοπάτημα — το, ατος ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”